- άφθαρτος
- η , ο [ος , ον ]1) неиспорченный, нетронутый; 2) не подверженный порче; 3) вечный, нетленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄφθαρτος — uncorrupted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθαρτος — η, ο (AM ἄφθαρτος, ον) [φθαρτός] αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά 2. ακατάλυτος, αθάνατος, αιώνιος … Dictionary of Greek
άφθαρτος — η, ο επίρρ. α ακατάλυτος, αιώνιος: Το σύμπαν είναι άφθαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφθαρτότερον — ἄφθαρτος uncorrupted adverbial comp ἄφθαρτος uncorrupted masc acc comp sg ἄφθαρτος uncorrupted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθάρτως — ἄφθαρτος uncorrupted adverbial ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφθαρτον — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem acc sg ἄφθαρτος uncorrupted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аффартодокеты — (αφθαρτος нетленный) приверженцы монофизитства в VI в., называемые также фантазиастами. Согласно с учением своего главы, епископа Юлиана Галикарнасского, они приписывали Иисусу Христу лишь кажущееся тело, которое поэтому не могло подлежать тлению … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἀφθαρτότερα — ἄφθαρτος uncorrupted neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθάρτοιο — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθάρτοις — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθάρτου — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)